top of page

Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο/Λογισμοί

  • Μαριαλένα Ηλία
  • Oct 26, 2017
  • 4 min read

- Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δως' μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητική προσταγή.

Κι ολομεμίας, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλία του κι απόμεινε στην κορυφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:

- Φτάσε όπου δεν μπορείς!

Ο Νίκος Καζαντζάκης στη μυθιστορηματική αύτοβιογραφία του Αναφορά στον Γκρέκο διηγείται τα ερίσματα που διαμόρφωσαν τον εσωτερικό του αγώνα για την εξύψωση του εαυτού, όπως αναμορφώθηκαν μέσα από τα διάφορα στάδια της ζωής του. Η παιδική ηλικία του συγγραφέα όπως σκιαγραφείται μέσα από το βιβλίο, υπήρξε για 'μένα το πιο συγκινησιακό του κομμάτι. Xρησιμοποιώντας την λογοτεχνική του μαεστρία αναγράφει την έξαρση των πέντε αισθήσεων του μικρού τότε Καζαντζάκη, μέσα από την ζωή του στην διχασμένη Κρήτη του δέκατου ένατου αιώνα.

Για 'μένα ο Καζαντζάκης διακατέχεται από μια ποιητική νόηση η οποία διαγράφεται μέσα από τις έντονα αισθησιακά φορτωμένες εικόνες που σκηνοθετεί, ιδιαίτερα όταν καταγράφει τις παιδικές του μνήμες. Έκδηλο παράδειγμα της ευαισθησίας του είναι πιο κάτω απόσπασμα:

Η κληματαριά απάνω στο πηγάδι, στη γωνιά της αυλής μια μεγάλη γαζιά και μοσκομύριζε, οι γλάστρες, ο βασιλικός τριγύρα κι οι κατιφέδες και το αράπικο γιασεμί, κι μάνα κάθουνταν ομπρός στο παράθυρο κι έπλεχε κλάτσες, καθάριζε χορταρικά, χτένιζε τη μικρή μου αδερφή ή τη μάθαινε να στραταρίζει... Κι εγώ, κουκουβισμένος σ' ένα σκαμνάκι, την κοίταζα, άκουγα τους διαβάτες που περνούσαν απόξω από την κλεισμένη πόρτα, ανάσαινα την μυρωδία από το γιασεμί και το βρεμένο χώμα κι έμπαινε στο κορμί μου ο κόσμος, έτριζαν, άνοιγαν τα κόκαλα του κεφαλιού μου να τον χωρέσουν.

Άλλο ένα σημείο λογοτετχνικής αριστοτεχνίας του Καζαντζάκη έιναι η διεισδύση του στην παρθενικότητα της παιδικής ψυχής. Στο παρακάτω σημείο γράφει,

Θυμούμαι καθόμουν συχνά στο κατώφλι του σπιτιού μας, 'ελαμπε ο ήλιος, καίγουνταν ο αέρας, σ' ένα μεγάλο σπίτι στη γειτονιά πατούσαν σταφύλια, μύριζε ο κόσμος μούστο, κι εγώ σφαλνούσα τα μάτια ευτυχισμένος, άπλωνα τις φούχτες και περίμενα*κι έρχουνταν ο Θεός, όσο ήμουν παιδί ποτέ δε με γέλασε, παιδί κι αυτός σαν και μένα, και μου 'βαζε στα χέρια τα παιχνιδάκια του- τον ήλιο, το φεγγάρι, τον άνεμο. (...) Είχα και δεν το 'ξερά γιατί το ζούσα, την παντοδυναμία του Θεού* έπλαθα όπως ήθελα τον κόσμο. Ζύμη μαλακία εγώ, ζύμη μαλακία κι αυτός. (...) Όταν ήμουν παιδί, γινόμουν ένα με ότι έβλεπα κι άγγιζα* με τον ουρανό, με το έντομο, με τη θάλασσα, με τον αγέρα.

Εδώ φαίνεται η ολότητα του παιδικού εαυτού μέσα από την ενότητα με το 'άλλο'. Μ' άλλα λόγια ο συγγραφέας υπενθυμίζει την Παραδεισένια συνείδηση του παιδιού και τον 'Γολγοθά' που περνά ο ίδιος ο Καζαντζάκης για να ανακτήσει αυτήν την ένωση του εγώ με το εμείς. Σε διάφορα σημεία του βιβλιου προβάλλει το μήνυμα πως ο προορισμός του ανθρώπου είναι ο αγώνας για ένα ανώτερο σκοπό πέρα του ατομικού.

Ένα άλλο στοιχείο της 'Καζαντζατικης γραφής' είναι η διχονοία μεταξύ ύλης- πνεύματος, γυναίκας- άντρα, θάνατος- ανάσταση κ.λ.π. Από τις πρώτες μόλις σελίδες ο Καζαντζάκης εκμυστηρεύετε τις αντίπαλες θέσεις που είχαν οι δύο γονείς στην ψυχοσύνθεση του μικρόυ και στην συντέλεση του αγώνα για αρμονία. Όπως ο ίδιος γράφει,

Κυκλοφορούν κι οι δύο γονέοι στο αίμα μου, ο ένας άγριος, σκληρός, αγέλαστος, η μάνα μου τρυφερή, αγαθή, αγία* σε όλη μου τη ζωή τους κουβαλώ, κανένας τους δεν πέθανε* όσο ζώ, θα ζουν και αυτοί μέσα μου και θα μάχουνται, καθένας τους αντίθετα, να κυβερνήσουν την σκέψη μου και την πράξη. Και σε όλη μου την ζωή ετούτος είναι ο αγώνας μου¨να τους φιλιώσω, να μου δώσει ο ένας την δύναμη του, ο άλλος την τρυφεραδα, κι η διχόνοια ανάμεσα τους, που ξεσπάει ακατάπαυτα εντός μου, να γίνει στην καρδία του γιόυ τους αρμονία.

Φαίνεται μεσα από αυτόν τον λογισμό η ομοιότητα της παιδικής ζωής του Αγιόυ Φραγκίσκου, όπως την έπλασε ο συγγραφέας στο Φτωχούλη του Θεόυ, με την δική του, αφού και οι δύοι ήρωες επουσιώνουν τους δύο γονείς σε σύμβολα εσωτερικής πάλης, αλλά και συνάμα σε στόχους μιας τελικής ευδίας. Πράγματι καθ' όλη τη συνέχεια του βιβλίου ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο μέσο αυτών των δύο δυνάμεων, που είτε τις ονομάζει κύρη και μάνα, είτε Χριστό και Βουδά, η ουσία αυτής του της ανυσηχίας παραμένει η ίδια : Να νίκησει τον εαυτό του, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Ένα άλλο σημείο που χρήζει αναφοράς είναι η επαναλλημένη υπόταγη του Καζαντζάκη στις διδασκαλίες μεγάλων φιγούρων όπως ο Χριστός, ο Βούδας, ο Λένιν, ο Ιαχωβάς και άλλοι, τους οποίους καταγράφει σ' αυτήν του την βιογραφία . Όλες αυτές οι ς φωνές που κατακλύζουν τον ήρωα φανερώνουν ένα άτομο που παρόλο που ψάχνει για εσωτερική ελευθερία και λύτρωση, υποβαθμίζει τον εαυτό τους στις βουλήσεις άλλων εξωγενών δυνάμεων. Πρός το τέλος του βιβλίου φαίνεται πως ο συγγραφέας αναπαύεται και βρίσκει επιτέλους την χρυσή τομή της ύπαρξης του. Παρόλα αυτά προς τα μισά του βιβλίου επαναλαμβάνεται συνεχώς με διαφορετικές εκφάνσεις η πάλη του είμαι με το πρέπει να είμαι. Ο αγώνας του εδώ με το εκέι, που όσο ουσιώδης και αν είναι, για μένα καταντά κουραστίκος με την συνεχή του ανάλωση στις 506 σελίδες του βιβλίου.

Εν τέλη ο Καζαντζάκης φτάνει εκεί που ξεκίνησε το ταξίδι του, στην Κρήτη, η οποία έχει κυρίως συμβολική χροιά.

Κλείνω με ένα χαρακτηριστικό απόφθεγμα της φιλοσοφίας του συγγραφέα:

- Μία μέρα, είπε, οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλία¨Κυρά τριανταφυλλιά, δεν μας μαθαίνεις και εμάς το μυστικο πως φτιάχνεις το τριαντάφυλλο;

Και η τριανταφυλλιά αποκρίθηκε¨'Πολύ απλό είναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες* αλάκερο το χειμώνα δουλέυω με υπομονή, μ' εμπιστοσύνη, με αγάπη με το χώμα κι ένα μονάχα έχω στο νού μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές, με συρομαδούν οι ανέμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ ένα μονάχα έχω στο νού μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό είναι το μυστικό μου, αδερφές τσουκνίδες.'''

Τσουκνίδες και εμείς τότε...

* Εικόνα: Still Life with Roses and Decorative Elephant τηςMarie- Nyl Frosch

Commentaires


© 2023 by Name of Site. Proudly created with Wix.com

bottom of page