top of page

Ο Ζητιάνος - Ανδρέας Καρκαβίτσας

  • Μαριαλένα Ηλία
  • Jan 8, 2018
  • 3 min read

Το μυθιστόρημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα πλαισιώνεται στα τέλη του 19ου αιώνα σε ένα φτωχικό χωριό της Ελλάδας, το Νυχτερέμι. Εκεί οι Έλληνες αγρότες, γνωστοί ως Καραγκούνηδες, προσπαθούν να ανακτησούν την γη τους από τις Τουρκικές αρχές μέσω χρονοβόρων δικαστικών διαμάχων. Με αυτό το κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα ο αναγνώστης μεταφέρεται στο καφενείο του χωριού όπου ο λιγοστός ανδρικός πληθυσμός προσηλωμένος στον Παπάρριζο, ακουεί τα απεσταλμένα λόγια του δικηγόρου τους. Ενώ η συζήτηση μέσα στο καφενείο συνεχίζεται, ένας κουρελοφορεμένος γεροντάκος μ' ένα αναίσθητο παιδί πάνω στο γαιδουράκι του, εισέρχεται στο χωριό και σταματά κάτω από μια λεύκα. Το 'γεροντάκι' είναι ένας επαγγελματίας ζητιάνος, ο Τζιριτόκωστας, και καθιστά την κινητήρια δύναμη που ωθεί τη ροή του βιβλίου. Συγκεκριμένα η συνάντηση του με τον τελωνοφύλακα του χωριού, τον Βαλάχα. αποβαίνει στην μοιραία και καθοριστική ξυλοκόπηση του ζητιάνου. Μέσω αυτού του συμβάντος αρχίζει να αχνοφαίνεται η πονηριά του Τζιριτόκωστα και η βουλιμία του για το χρήμα. Με την πάρακατω περιεκτική αποτύπωση ο συγγραφέας ξεκίνα να ξεδιπλώνει την φιλάργυρη ψυχοσύνθεση του ζητιάνου,

Στην φοβερή όψη του τελωνοφύλακα κάθε άλλος θα έφευγε γρήγορα να κρυφθή. Ο ζητίανος όμως ήταν έτοιμος να δεχθή τώρα και τις ξυλίες του Βαλάχα με κρύο αίμα, με ασκητικήν υπομονή. Οι ξηλιές είναι ο τελευταίος παροξυσμός κάθε θυμωμένου. Άμα ο τελωνοφύλακας έδινε τις ξυλιές, εξεθύμωνε και θα έκανε το έλεός του. Και το έλεος του θα ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερο.

Παρόλο που το απόσπασμα αυτό θα μπορούσε να παρουσιάζει τον ζητιάνο ως ένα άτομο ταλαιπωρημένο και δικαιολογημένα απελπισμένο για λίγα σελίνια, η τελευταία πρόταση φανερώνει πως ο σκοπός του είναι η ανάκτηση πλουσιοπάροχου ποσού.

Στις επόμενες σελίδες ο συγγραφέας με μια ηθογραφική αναφορά στον τόπο του Τζιριτόκωστα τα Κράκουρα, παρουσιάζει πως η ζητιανιά σε εκείνα τα μέρη ασπάζεται ως ένα τοπογραφικό επάγγελμα από τα παιδικά ακόμα χρόνια. Οι μικροί του τόπου γαλουχούνται από τους γέροντες ζητιάνους με λόγια περί της ανωτερότητας τόσο του χαρακτήρα τους, όσο και του επαγγέλματος τους. Αναφερόμενοι στον ζητιάνο ως επαγγελματία λένε,

Αυτός ένα μόνον θα ήχη σκοπό, να γυρίζει τον κόσμο απ' Ανατολή σε Δύση και, με την έμπνευση του παντοδύναμου οδηγού του, ν' απατά τον κουτόκοσμο και να γυρίζη πλουτοφωρτομένος στο σπίτι του.

Μ' αυτά τα λόγια ο μικρός Τζιριτόκωστας μαθαίνει πως η ζητιανιά είναι ένας έξυπνος και σχετικά ακούραστος βιοποριστικός τρόπος μέσω του οποίου θα παίρνει λεφτά με την προυπόθεση πως θα τεχνάζεται διάφορα σωματικά προβλήματα.

Εν τέλη, το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο του έργου είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής ο οποίος με στόχο πάντοτε τα λεφτά πλάθει διάφορες σκευορίες και έτσι καταφέρνει να ξεγέλασει τους χωρικούς και να τους κλέψει. Λογώ της δικής του λύσσας για το χρήμα πεθαίνουν δύο άνθρωποι ενώ παράλληλα καταστρέφεται το χωριό. Αυτός ο σατανικός γέροντας αψηφόντας θεούς και δαίμονες παραμένει αμετανόητος και απτόητος μιας και μέχρι το τέλος του έργου συνεχίζει το ταξίδι του για χρυσό. Γι' αυτή την ατρόμητα υβριστική του στάση είναι ένας απολαυστικά σκιαγραφημενός χαρακτήρας.

Κλείνω με ένα πολύ γλαφυρό απόσπασμα της ιδιοσυγκρασίας του ζητιάνου, το οποίο περιγράφει την συνάντηση του με το καμένο σώμα του τελωνοφύλακα.

Τα μέλη του τελωνοφύλακα ήσαν ευκολόπλαστα σαν κέρινα. Κάθε στιγμή θα τους άλλαζε θέση. Κάθε ημέρα θα τους έδινε νέο σχήμα και νέα έκφραση στο προσωπό του. Εμπρός σ' εκείνονν μούντζες να ΄χουν όλα τα παραλλάγματα του κόσμου! Θα τον έβλεπαν οι ανθρώποι και θα ράγιζε η καρδιά τους.

* Εικόνα του Egon Schiele

Comentarios


© 2023 by Name of Site. Proudly created with Wix.com

bottom of page