Ησυχία
- Μαριαλένα Ηλία
- Nov 12, 2017
- 1 min read

Αποβραδίς τα κοράκια πήραν σβάρνα τις γειτονιές και κατι υμνούσαν.
Σκοτάδι. Νεκρικά ησυχία.
‘Ο θάνατος’ ψέλλισε εκείνη. Μόνη, μάζευε τις πεθαμένες τουλίπες απο το πάτωμα, χαιδεύοντας τους τα λιγοστά τους μαλιά. Ένα από αυτά είχε κρεμαστεί πάνω στην παλάμη της, ‘Ησύχασε’, του είπε και το φίλησε.
Έξω ο κόσμος είχε σβήσει, ενώ αυτή ετοιμαζόταν για το μεγάλο ταξίδι.
‘Αύριο’ είπε, κοιτάζοντας το κενό από το μεγάλο παράθυρο.
‘Κο κο’ συμφώνησαν τα πουλιά του Άδη.
Έσβησε τη λάμπα του σαλονιού και έκανε να σαλέψει τα πόδια της προς το δωμάτιο. 'Ελάτε, έφτασε η ώρα μας. Σχεδόν’, τους είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Ξημέρωσε.
Τα πουλιά έξω σαν σφαίρες πέφτουν πάνω στα δέντρα που δέρνονται. Σήμερα η μέρα ειναι ιδανική για ανυπαρξία. Σαν το νερό που εξατμίζετε μέσα απο το ποτήρι του τσαγιού και που κλέει, ‘Ελευθερία’. Φωνάζει, και τρέχει να φύγει έξω, πάνω, παντού, να ξεχυλήσει από το τιποτα.
‘Επιτέλους’ χαμογέλασε εκείνη.
Μια άσπρη, παιχνιδιάρα πεταλούδα πέρασε από τα μαλλιά της.
΄Καλημέρα΄
Είχε πια βαρεθεί αυτό το σώμα. Το νου. Την καρδιά.
‘Φύγε, πονώ’. Ο ήλιος χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν άνοιξε. ‘ Όχι ακόμα’, του έσπρωξε τα πορφυρά πλοκάμια μακριά.
Αυτό ήταν. Έτσι τελιώνει μια ζωή.
Μια ζωή...
Μικρή καθότανε στης γιαγιάς τα πόδια και έπλεκε αστεράκια με το μυαλό της. Το γιασεμί χόρευε στην ζάλη του απομεσημέρου. Οι αισθήσεις ξύπνιες, μανιακές, ερεθισμένες. Κόκκινα νύχια γίνονταν κόκκινες φράουλες. ‘Ασπρα πανιά ήταν πέταλα λευκού τριανταφύλλου. Οι μέρες μεγάλες, αστείρευτες, χαμογελαστές.
Γέλια, φωνές, πειράγματα, ψίθυροι...
΄Όλα πέρασαν, όλα τέλιωσαν’,
και άφησε τον αέρα να την ρίξει.
* Εικόνα: The Hall of the Old House του Valentin Serov
Comments